- διημέρευση
- η (Μ διημέρευσις) [διημερεύω]η παραμονή όλη την ημέρα σε έναν τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διημέρευση — η το να περάσει κανείς κάπου την ημέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημέρευση — η (Α ἡμέρευσις) [ημερεύω (ΙΙ)] νεοελλ. η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση αρχ. η διημέρευση … Dictionary of Greek